ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΓΟΣ

ΔΥΟ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

ΕΚΛΟΓΕΣ 1951- 1952

Το πέρασμα σε μια πολιτικά νέα εποχή δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση και συνήθως απαιτείται να προηγηθούν γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας, τα οποία λειτουργούν από μόνα τους ως τομή με το παρελθόν. Ένα τέτοιο γεγονός ήταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το τέλος του οποίου σηματοδότησε για σχεδόν όλη την Ευρώπη μια ρήξη με όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ελλάδα, καθώς μεσολάβησαν τα αιματηρά Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος Πόλεμος και η όρθωση ενός σκληρού μετεμφυλιακού κράτους διώξεων. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, τόσο η κοινή γνώμη, όσο και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, απασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με την εμφύλια σύρραξη και τις επιπτώσεις της αδυνατώντας να ακολουθήσουν τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της περιόδου. Αυτομάτως, οποιαδήποτε νεωτερική πολιτική πρόταση περνούσε σε δεύτερη μοίρα.

Με αυτά τα δεδομένα φθάσαμε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951, οι οποίες διακρίνονταν από μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία: Δύο σύμβολα του παρελθόντος, ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Αλέξανδρος Παπάγος, τέθηκαν επικεφαλής και αντιμέτωποι δύο νέων κομματικών σχηματισμών, υπό τη σκέπη των οποίων συντάχθηκαν σημαντικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της τότε εποχής.

Η Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) του Νικόλαου Πλαστήρα είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1950 και πρότασσε τις ιδέες της «ειρήνευσης» και της «καταλλαγής», μέσω των οποίων η ελληνική κοινωνία θα άφηνε πίσω της τα συντρίμμια του Εμφυλίου και θα προχωρούσε στην πολυπόθητη οικονομική ανασυγκρότηση.

Ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου, είχε επίσης ψηλά στην ατζέντα το σύνθημα της «λήθης του παρελθόντος», αναδεικνύοντας την ανάγκη μετάβασης σε μια περίοδο γεμάτη με κύρια χαρακτηριστικά την παραγωγική πρόοδο και αναπτυξιακή προοπτική. Ταυτοχρόνως, ο Συναγερμός όφειλε να γίνει η βάση για την ανασύνθεση της συντηρητικής παράταξης, η οποία είχε βγει βαρύτατα τραυματισμένη, αφενός από την άμεση εμπλοκή της στον Εμφύλιο, αφετέρου από μια σειρά σκανδάλων που είδαν το φως της δημοσιότητας τους πρώτους μήνες της δεκαετίας του 1950 και τα οποία οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση του Λαϊκού Κόμματος.

Γύρω από τους δύο αξιωματικούς- πρωταγωνιστές του Μεσοπολέμου συγκεντρώθηκε σειρά νέων πολιτικών ανδρών με διακριτή κατάρτιση και τεχνογνωσία. Πολλοί από αυτούς έπαιξαν τα μετέπειτα χρόνια κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Στην ΕΠΕΚ ο οικονομολόγος και νομικός Γεώργιος Καρτάλης, ο γεωπόνος και οικονομολόγος Χρυσός Ευελπίδης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ ως υφυπουργός Εξωτερικών, ο διδάκτωρ της Νομικής Σχολής Γρηγόριος Κασσιμάτης, ο υπουργός Γεωργίας Στέλιος Αλλαμανής κ.α. Στον Ελληνικό Συναγερμό οι Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Παναγής Παπαληγούρας, Θάνος Καψάλης, Λάμπρος Ευταξίας κ.α.

Διαβάστε περισσότερα

Η πρώτη εκλογική σύγκρουση των δύο παρατάξεων το 1951 ανέδειξε μεν νικητή τον Παπάγο με 36,5% έναντι 23,49% του Πλαστήρα, αλλά καθώς ο στρατάρχης δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αρνείτο να συνεργαστεί με τα κόμματα του κέντρου (το Κόμμα των Φιλελευθέρων είχε λάβει 19,04%, εκλέγοντας 57 βουλευτές), η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης πήγε στον Μαύρο Καβαλάρη, ο οποίος και την αξιοποίησε, κατόπιν όμως σκληρών διαπραγματεύσεων με τα Ανάκτορα και αφού είχαν περάσει 48 μέρες από τη διεξαγωγή των εκλογών. Ο Πλαστήρας υπέκυψε στις πιέσεις και όρισε υπουργό Εξωτερικών τον ναύαρχο Σακελλαρίου- ακραίο αντιβενιζελικό αξιωματικό του Μεσοπολέμου- ενώ η παρουσία στο κυβερνητικό σχήμα συντηρητικών του κέντρου, όπως ήταν ο Κωνσταντίνος Ρέντης στο καίριο Υπουργείο Εσωτερικών, αλλά και ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, λειτουργούσε σαν θηλιά στο λαιμό του γηραιού πολεμιστή.

Η κυβέρνηση του Πλαστήρα προχώρησε δια του Καρτάλη σε σημαντικές οικονομικές και κυρίως δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις προετοιμάζοντας το έδαφος για την νομισματική υποτίμηση του Μαρκεζίνη, αλλά την ίδια ώρα έχασε τον έλεγχο στο θέμα των μετεμφυλιακών διώξεων, με αποκορύφωμα την εκτέλεση των Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενου. Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση Πλαστήρα, με πρωτοβουλίες του Βενιζέλου, απέστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και ενέταξε την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ. Εξ αρχής και εκ φύσεως διχασμένη η κεντρώα κυβέρνηση του Πλαστήρα άντεξε στην εξουσία λιγότερο από ένα χρόνο και παραιτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου του 1952, προκηρύσσοντας εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου.

Το κύριο χαρακτηριστικό της αναμέτρησης του Νοεμβρίου είναι ότι διεξήχθησαν με πλειοψηφικό σύστημα. Υπενθυμίζεται ότι οι εκλογές του 1946 και του 1950 έγιναν με απλή αναλογική, ενώ αυτές του 1951 με ενισχυμένη αναλογική. Πλην των πιέσεων της Ουάσινγκτον, η εμπειρία της περιόδου 1950-52 με τις βραχύβιες και συχνά εναλλασσόμενες κυβερνήσεις λειτούργησε σαφώς υπέρ της επιλογής του πλειοψηφικού.

Ο Ελληνικός Συναγερμός σάρωσε. Συγκέντρωσε το 49,2% των ψήφων και 247 έδρες ενώ η ΕΠΕΚ έλαβε 34,22%, αλλά μόλις 51 έδρες. Ο Πλαστήρας ανέβασε το ποσοστό του κόμματος κατά περίπου 10%, ελέω όμως του εκλογικού συστήματος η ΕΠΕΚ απώλεσε 80 έδρες μεταξύ των οποίων και η δική του. Ο αυτοδύναμος Συναγερμός αποτέλεσε την πρώτη ευρεία κεντροδεξιά κυβέρνηση στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κάλεσμα του Παπάγου για ισχυρή εντολή είχαν ανταποκριθεί παραδοσιακά κεντρώα στελέχη όπως ήταν ο Εμμανουήλ Τσουδερός, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Παυσανίας Λυκουρέζος. Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα συμμετείχαν όμως και εκπρόσωποι της σκληρής δεξιάς όπως ο Κώστας Παπαδόπουλος από το Κιλκίς, ο πρώην βασιλικός επίτροπος Θεμιστοκλής Ταμβακάς, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος κ. α.

Πάντως, η διακυβέρνηση του Συναγερμού διακρίθηκε από την επιτυχημένη οικονομική πολιτική και την ανασυγκρότηση, με επικεφαλής τον υπουργό Συντονισμού Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη και τον υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Όταν η υγεία του Παπάγου άρχισε να φθίνει, ξεκίνησε και ο κλονισμός του Ελληνικού Συναγερμού ως κόμματος εξουσίας. Είχαν προηγηθεί, η απομάκρυνση του Μαρκεζίνη τόσο από το κόμμα, όσο και από την κυβέρνηση και κυρίως οι άστοχοι χειρισμοί του στρατάρχη στο Κυπριακό Ζήτημα. Όταν ο Παπάγος αποφάσισε να προσφύγει η Ελλάδα στον ΟΗΕ ζητώντας την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, χωρίς να διαθέτει σχεδόν κανένα διπλωματικό εχέγγυο και ουδεμία διεθνή εξασφάλιση για τις πιθανές επιπτώσεις αυτής της κίνησης, έγινε φανερό ότι ο πρωθυπουργός δεν μπορούσε να αποτινάξει από πάνω του τον μανδύα του παρελθόντος: Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα παρέμενε η μοναδική εν ζωή πτυχή της Μεγάλης Ιδέας, με την οποία είχε γαλουχηθεί όλη η γενιά του Παπάγου, καθώς και ο ίδιος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό λόγω της στρατιωτικής ιδιότητάς του. Ο Παπάγος απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου 1955. Τον διαδέχθηκε ο Καραμανλής, ανοίγοντας μια νέα σελίδα στο χώρο της κεντροδεξιάς στην Ελλάδα.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Σπυρίδων Μαρκεζίνης ήταν ο άνθρωπος που προωθούσε το σενάριο της καθόδου του Παπάγου στην πολιτική ήδη από τις αρχές του 1949, όταν και ο αρχιστράτηγος είχε απειλήσει με παραίτηση από τη θέση του. Εκ διαμέτρου αντίθετος με την ανάμιξη του Παπάγου στην πολιτική κονίστρα ήταν ο βασιλιάς Παύλος. Οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν ποτέ καλές. Ο Παύλος ανησυχούσε για την τεράστια επιρροή του στρατάρχη στο στράτευμα και θεωρούσε πως αν ο Παπάγος αποκτούσε και εκτελεστικές εξουσίες, τότε το Στέμμα θα έχανε παντελώς τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι γεγονός, ότι ο Παπάγος έχαιρε της βαθύτατης εκτίμησης των περισσότερων Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να θυσιαστούν για χάρη του. Ο Παπάγος ήταν άλλωστε ο αρχιστράτηγος – νικητής του Εμφυλίου Πολέμου.

 

 

 

 

 

Ο Κωνσταντίνος Ρέντης ήταν υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα κατά την περίοδο της δίκης και της εκτέλεσης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Υπήρξε σκληρός αντικομμουνιστής και κατά την εν λόγω περίοδο λειτουργούσε ως δεξιό αντίβαρο στη πολιτική της «ειρήνευσης» και της «καταλλαγής» του Πλαστήρα. Κινήθηκε υπογείως ώστε οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης και Καλούμενους να εκτελεστούν ξημερώματα Κυριακής, κάτω από τη μύτη του Πλαστήρα.

 

 

 

 

Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος ορίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1954 αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Παπάγου. Αφενός η παραίτηση του Μαρκεζίνη και η φυγή του από τον Συναγερμό, αφετέρου η εμφάνιση των πρώτων σημαδιών επιβάρυνσης της υγείας του στρατάρχη, ανάγκασαν τον Παπάγο να παραδώσει σημαντικό μέρος της πολιτικής εξουσίας στους δύο άνδρες. Αμφότεροι- ο Κανελλόπουλος ως υπουργός Άμυνας και ο Στεφανόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών- δεν μπόρεσαν να ελέγξουν την εξελίξεις κυρίως γύρω από το Κυπριακό Ζήτημα, οδηγώντας τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου κρίση ασφαλείας το καλοκαίρι- φθινόπωρο του 1955. Αποκορύφωμα της κρίσης ήταν το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

 

 

 

Ο Τζον Πιουριφόι, ήταν ίσως ο πιο παρεμβατικός αμερικανός πρέσβης στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Χρησιμοποιούσε διαρκώς την απειλή διακοπής της αμερικανικής βοήθειας ως μοχλό πίεσης έναντι των ελληνικών κυβερνήσεων. Θεωρείται ο άνθρωπος που με διάφορες μεθόδους έπεισε τον Πλαστήρα να αποδεχθεί την πρόκληση του Παπάγου για εκλογές με πλειοψηφικό σύστημα.

 

 

 

 

 

 

Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν εξελέγη βουλευτής στις εκλογές του 1951, γεγονός που του στοίχισε πολύ, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ψυχολογικά. Έναν χρόνο μετά ο Παπανδρέου- σε μια ανεξήγητη ιδεολογικά κίνηση- κατέβηκε στην Αχαΐα ως συνεργαζόμενος με τον Ελληνικό Συναγερμό. Εξελέγη, αλλά επί της ουσίας δρούσε εξ αρχής στο Κοινοβούλιο ως ανεξάρτητος.

 

 

 

 

 

ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ