ΕΚΛΟΓΕΣ ΡΗΞΗΣ

ΕΚΛΟΓΕΣ 1974, 1981 και 2015

Αν οι ίδιες οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 σηματοδοτούν και συμβολίζουν τη ρήξη με το παλαιό καθεστώς της χούντας, τότε οι εκλογές του Οκτωβρίου 1981 και του Ιανουαρίου 2015 έρχονται για να συμπληρώσουν την τριπλέτα των εκλογικών αναμετρήσεων που λειτούργησαν ως αφετηρία για το πέρασμα σε μια άλλη φάση της Μεταπολίτευσης.

Η απώλεια του 36% της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974 και η αυτόματη πτώση της χούντας του Ιωαννίδη οδήγησαν εκ των πραγμάτων στο τέλος μιας εποχής. Είτε θεωρήσει κανείς τη χούντα ως συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους 1949-1967, είτε ως μια ξεχωριστή επταετία με ειδικά χαρακτηριστικά, η επιστροφή του Καραμανλή και το πέρασμα στη δημοκρατία μέσω των εκλογών του Νοεμβρίου 1974 νοηματοδοτούν την αρχή της Μεταπολίτευσης και τη ρήξη με το παρελθόν.

Διαβάστε περισσότερα

Σε επίπεδο πολιτικών στελεχών και προσωπικού, οι περισσότεροι από αυτούς που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία απομακρύνθηκαν αυτομάτως από τις δομές της εξουσίας, ενώ στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων επιχειρήθηκε μια άσκηση λεπτής ισορροπίας, προκειμένου αφενός να διατηρηθεί το αξιόμαχο των Όπλων εν μέσω ουσιαστικά ενός πολέμου με την Τουρκία, αφετέρου να καθαρθεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το στράτευμα από τα σταγονίδια της χούντας.

Ενδιαμέσως, νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, γεγονός που οδήγησε όχι μόνο στο συμβολικό, αλλά και στο νομικό τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και των συνεπειών του. Παραλλήλως πραγματοποιήθηκε μια τιτάνια προσπάθεια περιορισμού των δραματικών επιπτώσεων στην οικονομία μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και τους άφρονες χειρισμούς της δικτατορίας.

Με αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό φυσικά με το πολιτικό παρελθόν του και ειδικά αυτό της περιόδου 1955-1963, ο Καραμανλής εμφανίστηκε στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ενώπιον του ελληνικού λαού ως επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας. Η πρότασή του έλαβε σχεδόν δημοψηφισματικό χαρακτήρα και η Νέα Δημοκρατία κατέγραψε το ποσοστό – ρεκόρ σε ελληνικές εκλογές 54,37%.

Πέραν, όμως, της ρήξης με το παρελθόν, η διακυβέρνηση του Καραμανλή είχε πολλά χαρακτηριστικά συνέχειας, τουλάχιστον σε όσες υποθέσεις παρέμεναν εκκρεμείς από τα μέσα της δεκαετίας του 1960: Ολοκληρώνεται η πορεία ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Καταργείται μέσω δημοψηφίσματος η μοναρχία, ως μια «απάντηση» στις καταναγκαστικές μεθόδους, τις παρεμβατικές πρακτικές και τους άστοχους χειρισμούς του Στέμματος καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Ψηφίζεται η συνταγματική μεταρρύθμιση, με κύριο χαρακτηριστικό την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, στα πρότυπα της «βαθείας τομής» που είχε προτείνει ο Καραμανλής το 1963. Με τη δύναμη του 54,37% και την αποτελεσματικότητα των πρώτων κινήσεών του ο Καραμανλής προχώρησε στη δεύτερη φάση της διακυβέρνησης σε δομικές μεταρρυθμίσεις: Πρόκειται για τη μεταρρύθμιση της Παιδείας (καθιέρωση δημοτικής, αναθεώρηση προγραμμάτων, αναβάθμιση τεχνικής εκπαιδεύσεως), για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, για τις πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής (προσέγγιση με τις βαλκανικές χώρες), για τη νέα εποχή στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη διάσωση των μνημείων της Ακρόπολης και του Αγίου Όρους κλπ.


Παρά την ομοβροντία των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών του Καραμανλή και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και των ανατροπών που καταγράφηκαν στα πρώτα επτά χρόνια της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήρθε το 1981 ως μια από τα κάτω ριζοσπαστική δύναμη με τον αέρα της «αλλαγής».

Το 48,01% του ΠΑΣΟΚ στις κάλπες της 18ης Οκτωβρίου του 1981 μπορεί να οφείλεται εν μέρει στη γοητεία και τη ρητορική του αρχηγού του, αλλά είναι βέβαιο ότι εξέφραζε σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κεντροαριστεράς. Δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που πίστευαν τότε ότι μπορεί το μεταχουντικό κράτος να ήταν σαφώς μια δομή διαφορετική από αυτήν της δικτατορικής επταετίας, αλλά ταυτοχρόνως ήταν και ένα κράτος της δεξιάς, το οποίο απέκλειε από την εξουσία τους «κληρονόμους» του Εμφυλίου και της «σύντομης δεκαετίας» του 1960. Αυτοί οι Έλληνες είδαν στο ΠΑΣΟΚ τον φορέα που θα τους έφερνε σε επαφή με τον κρατικό μηχανισμό. Πρόβαλαν το κόμμα που θα τους εξασφάλιζε ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον. Στήριξαν τον ηγέτη που υποσχόταν τη ρήξη με το συντηρητικό παρελθόν των τελευταίων τουλάχιστον 35 ετών.

Έτσι εξηγείται, άλλωστε, το ξέσπασμα της μεγάλης μάζας των «αδικημένων Ελλήνων» που καταγράφηκε στις φωτογραφίες, τις εφημερίδες και τα βίντεο, τόσο το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου, όσο και των ημερών που ακολούθησαν.

Το ΠΑΣΟΚ προχώρησε ένα βήμα παραπάνω σε όσα είχαν απομείνει ν’ αφορούν τον Εμφύλιο: Αναγνώρισε την ΕΑΜική αντίσταση και έδωσε το δικαίωμα επιστροφής των πολιτικών προσφύγων στη χώρα, ενώ αργότερα ήρε τον νόμο για τις συνέπειες της εμφύλιας σύρραξης. Προχώρησε στον λεγόμενο «εκδημοκρατισμό» της εκπαίδευσης με πυξίδα την «κοινωνική δικαιοσύνη» ως παροχή της δυνατότητας σε όλους τους νέους για ελεύθερη πρόσβαση στην εκπαίδευση, ανεξάρτητα από την κοινωνική και γεωγραφική τους προέλευση ή το φύλο τους. Εκπόνησε τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, βάσει της οποίας καταργήθηκαν η ποινικοποίηση της μοιχείας και ο θεσμός της προίκας, ενώ νομιμοποιήθηκε ο πολιτικός γάμος. Ίδρυσε το Εθνικό Σύστημα Δημόσιας Υγείας, παρέχοντας δωρεάν περίθαλψη σε εκατομμύρια Έλληνες. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που κατέθεσε στεφάνι στο Πολυτεχνείο και που επισκέφθηκε την Κύπρο μετά την καταστροφή του 1974. Η χρήση της Ιστορίας με όρους πολιτικής επικοινωνίας ήταν κατεξοχήν ένα εργαλείο του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980.

Είναι γεγονός ότι, παρά τη μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε ένα κόμμα εξουσίας με άλλες προτεραιότητες, δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθούν οι τομές που έφερε στην ελληνική κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία και τους θεσμούς κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα ιδεολογικό σύμβολο και μια ξεχωριστή σελίδα στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία της Ελλάδας.


«Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί απλά να είναι η φωνή αυτού του λαού, στην τιμή και την ιστορία που κουβαλά αυτός ο λαός, εμείς μόνο η θέλησή του μπορούμε να είμαστε (…) Δεν πρόκειται να διαπραγματευτούμε την περηφάνεια και την αξιοπρέπεια αυτού του λαού (…) Είμαστε σάρκα από τη σάρκα αυτού του λαού, είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους». Σε αυτές τις φράσεις του Αλέξη Τσίπρα κατά τις προγραμματικές δηλώσεις του ως πρωθυπουργού, στις 10 Φεβρουαρίου του 2015, θα μπορούσε να συμπτυχθεί το νόημα της ρήξης που επιθυμούσε να σηματοδοτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την άνοδό του στην εξουσία.

Ήταν ένα σχέδιο ρήξης, πρώτον με όσα είχαν δημιουργήσει στους Έλληνες πολίτες την αίσθηση ύπαρξης ενός μεροληπτικού υπέρ του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ συστήματος εξουσίας, εντός του οποίου «όλα επιτρέπονται», αρκεί να έχει ο πολίτης τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Δεύτερον, ήταν η πρόθεση ανατροπής της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής των μνημονίων, που είχαν οδηγήσει στην πτώση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Τρίτον, ήταν η προσπάθεια απόδειξης ότι πράγματι εντός της Ευρώπης υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός από αυτόν που ορίζουν οι αποφάσεις των αρμόδιων τεχνοκρατικών οργάνων και των συμφωνιών του παρελθόντος. Αυτές ήταν οι βασικές αιτίες που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 36,34% του Ιανουαρίου 2015 και αφενός έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα μια εντολή επαναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ και αφετέρου έγιναν το έναυσμα για να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια μεταρρυθμιστική ανασύνθεση της κοινωνίας, της πολιτικής και των θεσμών, προς μια προοδευτικότερη και πιο δίκαιη κατεύθυνση. Από ιστορικής πλευράς, είναι ακόμα νωρίς να εκτιμηθεί η εποχή της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο λόγω του σχετικά μικρού διαστήματος που παρέμεινε στην εξουσία, όσο και λόγω των πυκνών διεθνών εξελίξεων που χαρακτήρισαν την εν λόγω περίοδο και για την οποία δεν υπάρχουν ακόμα δημοσιευμένα αρχεία και τεκμήρια. Η καταγραφή και η ανάλυση των πεπραγμένων της πρώτης Αριστερής κυβέρνησης που εξελέγη στην Ελλάδα θα είναι σίγουρα μια μεγάλη πρόκληση για τον ιστορικό του μέλλοντος.

Το παρασκήνιο

  • Η συνταγματική αναθεώρηση έγινε στα μέσα του 1963 η βασική αιτία ρήξης του Καραμανλή με το Στέμμα. Έχοντας εντοπίσει από καιρό τις ατέλειες του Συντάγματος του 1952, κυρίως ως προς τα εμπόδια που έθετε στην ελεύθερη και δυναμική άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, ο Μακεδόνας πρωθυπουργός, αισθανόμενος τότε ιδιαιτέρως ισχυρός σε πολιτικό επίπεδο, επιχείρησε να εισαγάγει τη λεγόμενη «βαθεία τομή». Οι προβλέψεις της αναθεώρησης αφαιρούσαν σημαντικό μέρος της εξουσίας από τα Ανάκτορα, μεταβιβάζοντάς το στην κυβέρνηση και δη στον πρωθυπουργό. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν έγινε ανεκτό από τον Παύλο και την Φρειδερίκη, οι οποίο δρομολόγησαν έκτοτε την εκτόπιση του Καραμανλή από τον πρωθυπουργικό θώκο. Η ειρωνεία της Ιστορίας έγκειται στο εξής: Όπως τα Ανάκτορα παρενέβησαν το 1955 και οδήγησαν τον Καραμανλή στην εξουσία, αντιστοίχως έπραξαν το 1963 για να τον ρίξουν. Σε σχέση με τις αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1963, χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ο Καραμανλής στις προγραμματικές δηλώσεις του μετά τη νίκη του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974: «Ο ομιλών υποστήριξε από 15ετίας την ανάγκην αναθεωρήσεως του αναχρονιστικού μας Συντάγματος. Κι αν οι προσπάθειές του δεν είχαν προσκόψει σε πείσμονες αντιδράσεις, θα είχεν, ίσως, αποτραπή η κατάρρευσις της δημοκρατίας. Περισσότερο παρά ποτέ, είναι σήμερα ανάγκη, ανάγκη εθνική, να αποκτήση η χώρα ένα Σύνταγμα Ελληνικό. Ένα Σύνταγμα, δηλαδή, που χωρίς να αντιγράφει ξένα πρότυπα, θα ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες του τόπου μας. Ένα Σύνταγμα, που θα είναι αληθινά δημοκρατικό και συγχρόνως θα επιτρέπη στην κυβέρνηση να δρα με ταχύ και αποδοτικό ρυθμό. Ένα Σύνταγμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που θα ενισχύση την εκτελεστική εξουσία, χωρίς, όμως, να περιορίζει και την ευθύνη της κυβερνήσεως έναντι της Βουλής». Και στις δύο συγκυρίες στόχος του Καραμανλή παρέμενε η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και το ξεπέρασμα των γραφειοκρατικών εμποδίων που έθετε η ελληνική δημόσια διοίκηση στην εκτέλεση των αποφάσεων. Το ελληνικό Σύνταγμα αναθεωρήθηκε τελικά στις 7 Ιουνίου 1985.
  • Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, ο Καραμανλής ασχολήθηκε πολύ με το θέμα ίδρυσης ενός νέους κόμματος. Είχε αντιληφθεί ότι η πτώση της χούντας θα σηματοδοτούσε μια νέα εποχή σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένου του κομματικού, άρα σχεδόν αποκλειόταν η αναβίωση της ΕΡΕ. Πλην αυτού, εντός της κεντροδεξιάς θα έπρεπε να συμπεριληφθούν και άλλα, περισσότερο νεωτερικά στοιχεία. Έτσι, ο Καραμανλής όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, συνδέθηκε μεν εκ νέου με παλαιούς συνεργάτες του, αλλά ξεκίνησε και τις διαδικασίες διεύρυνσης της παράταξης με πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις.
  • Η απογοήτευση του Ανδρέα Παπανδρέου όταν άρχισαν να φθάνουν τα πρώτα αποτελέσματα των εκλογών του 1974 ήταν τεράστια. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θεωρούσε σχεδόν βέβαιη την κατάληψη της δεύτερης θέσης, καθώς τέτοια ήταν τα μηνύματα που λάμβανε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Αυτό, βέβαια, που απογοήτευσε περισσότερο τον αρχηγό του Κινήματος ήταν το χαμηλό ποσοστό: 13,58%.
  • Όσοι συνομίλησαν με τον Καραμανλή τις πρώτες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 1974, αποκόμισαν μια κοινή εντύπωση: Ο πρωθυπουργός είχε επιστρέψει από το Παρίσι σαφώς πιο «διαβασμένος» και πιο πολιτικά «φιλοσοφημένος». Όπως έγινε αργότερα γνωστό, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, ο Καραμανλής ασχολήθηκε πολύ με φιλοσοφικά συγγράμματα και εγχειρίδια πολιτικής επιστήμης, καθώς, όπως και ο ίδιος παραδεχόταν, στους τομείς αυτούς είχε σημαντικά ελλείμματα. Ήταν άλλωστε περισσότερο ένας πολιτικός των πράξεων, παρά της θεωρίας.
  • Ο ριζοσπαστικός λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου τις πρώτες εβδομάδες μετά την πτώση της χούντας ήταν αιτία αποστασιοποίησης των παλαιών βουλευτών της Ένωσης Κέντρου από το ΠΑΣΟΚ. Οι σε μεγάλο βαθμό συντηρητικοί πολιτευτές του κέντρου αδυνατούσαν τότε να συμπεριλάβουν στην πολιτική τους τις διακηρύξεις της 3ης Σεπτέμβρη. Αντιθέτως, η ανατρεπτική ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν πόλος έλξης για ένα σημαντικό μέρος της λαϊκής βάσης της Ένωσης Κέντρου. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι από τους 15 βουλευτές που εξέλεξε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974, οι 7 είχαν εκλεγεί παλαιότερα με την Ένωση Κέντρου.
  • Η κομματική βάση του ΠΑΣΟΚ αναπτύχθηκε ραγδαία, σε τέτοιο βαθμό που δεν είχε καταγραφεί ξανά στην Ελλάδα. Από τα 27.000 κομματικά μέλη του 1979, το ΠΑΣΟΚ αριθμούσε 65.000 μέλη τον Φεβρουάριο του 1980, με 1.000 Τοπικές Οργανώσεις (οι 150 στο εξωτερικό), 600 Οργανωτικούς Πυρήνες και 500 Κλαδικές Οργανώσεις. Τον Οκτώβριο του 1981 ο αριθμός των μελών είχε εκτιναχθεί στα 110.000. Επρόκειτο για το πρώτο μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα στην Ελλάδα.
  • «Ο ελληνικός λαός, το Έθνος, θα ανασυντάξει τις δυνάμεις του και θα προχωρήσει με ατσάλινη θέληση στην ανοικοδόμηση της πατρίδας, στο χτίσιμο μιας νέας Ελλάδας, μιας Ελλάδας που να ανήκει στους Έλληνες. Πρέπει να θέσουμε τέρμα στην εξάρτησή μας από το Πεντάγωνο των ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά που εχάλκευσε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας». Αυτά δήλωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1974. Ο έντονος αντι-αμερικανισμός που επικρατούσε τότε στην ελληνική κοινωνία, χρησιμοποιήθηκε από τον Παπανδρέου ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, αλλά έμεινε σε πολύ μεγάλο βαθμό στα λόγια. Στο μείζον θέμα της παραμονής των νατοϊκών βάσεων στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ έκανε πίσω, υπογράφοντας τελικά το 1983 τη συμφωνία ανανέωσης των σχετικών συμβάσεων.

 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Η δικτατορία, πλην των ερειπίων στην Κύπρο, κληροδότησε στη Μεταπολίτευση μια οικονομία στα όρια της διάλυσης. Η άκρατη πολιτική παροχών, σε συνδυασμό με την υπερθέρμανση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, όπως η οικοδομή και ο τουρισμός, σε συνδυασμό με την παγκόσμια ύφεση οδήγησαν από τα τέλη του 1973 στον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού: Το κόστος ζωής ανέβαινε συνεχώς, το χρήμα έχανε την αξία του, ενώ τα βασικά οικονομικά μεγέθη ακολουθούσαν υφεσιακή πορεία. Η πετρελαϊκή κρίση του χειμώνα 1973-1974 ήταν το επιστέγασμα του πλήρους εκτροχιασμού. Οι άνθρωποι που επελέγησαν από τον Καραμανλή για να επαναφέρουν την ελληνική οικονομία στο δρόμο της σταθερότητας, ήταν οι ίδιοι που οδήγησαν τη χώρα στη νομισματική σταθερότητα και την αλματώδη ανάπτυξη των ετών 1956-1963. Ο Παναγής Παπαληγούρας ως υπουργός Συντονισμού και ο Ξενοφών Ζολώτας ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

 

 

 

O καθηγητής και βουλευτής της ΕΡΕ Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν ο εισηγητής της πλειοψηφίας για τη συνταγματική αναθεώρηση του 1963. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1975, ο Τσάτος τέθηκε επικεφαλής της Επιτροπής Συντάγματος, οι προτάσεις της οποίας καθόρισαν το νέο συνταγματικό πλαίσιο. Ο Τσάτσος, ορκίστηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 19 Ιουλίου 1974, περίπου έναν μήνα μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, διαδεχόμενος τον προσωρινό Πρόεδρο Μιχαήλ Στασινόπουλο. Σύμφωνα με το παρασκήνιο της εποχής, ο Τσάτσος είχε υποσχεθεί στον Καραμανλή ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του, όταν ο δεύτερος θα μεταπηδούσε από τη θέση του στην Προεδρία.

 

 

 

 

 

Άριστος γνώστης των Οικονομικών και καθηγητής σε αμερικανικά πανεπιστήμια, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας του την υψηλή εποπτεία της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα να στελεχώνει τις καίριες θέσεις του οικονομικού επιτελείου με πρόσωπα εγνωσμένης τεχνοκρατικής κατάρτισης, που είχαν εργαστεί στο παρελθόν είτε σε διεθνείς οργανισμούς είτε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα. Ορισμένοι από αυτούς ήταν: Γεράσιμος Αρσένης, Δημ. Κουλουριάνος, Γ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Δρεττάκης. Λ. Κατσέλη, Π. Ρουμελιώτης, Ν. Χριστοδουλάκης.

 

 

 

 

Αν όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου διεκδίκησε κάποιο μονοπώλιο στην άσκηση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, αυτό δεν ήταν άλλο από το μονοπώλιο χάραξης της γραμμής στα εξωτερικά θέματα. Ο πρωθυπουργός του 48,01% ήταν ουσιαστικά ο μόνος διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής, απολαμβάνοντας έναν πολύ μεγάλο βαθμό αυτονομίας από το κόμμα. Ο ίδιος δεν θεωρούσε αποτελεσματική τη διοικητική ιεραρχία του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές επαφές του με ξένους ηγέτες και κέντρα λήψης αποφάσεων. Την τετραετία 1981- 1985 υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν ο πρώην αξιωματικός Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, στέλεχος της απόλυτης εμπιστοσύνης του Παπανδρέου. Από το υφυπουργείο Εξωτερικών πέρασαν επίσης άνθρωποι πολύ κοντινοί στο περιβάλλον του πρωθυπουργού: Κάρολος Παπούλιας, Ασημάκης Φωτήλας, Ιωάννης Καψής και Θεόδωρος Πάγκαλος.

 

 

ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ