ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1964, 1981 και 2015
Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 1964, του 1981 και του 2015 διακρίνονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό: Έφεραν στην εξουσία δυνάμεις, οι οποίες είτε είχαν μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από τα κυβερνητικά έδρανα, είτε δεν είχαν κυβερνήσει ποτέ.
Η Ένωση Κέντρου με τη διπλή εκλογική νίκη της τον Νοέμβριο 1963 – Φεβρουάριο 1964 έσπασε τη δωδεκαετή κυριαρχία της κεντροδεξιάς των Παπάγου και Καραμανλή. Το ΠΑΣΟΚ το 1981 αφενός ολοκλήρωσε πολλά από αυτά που άφησε σε εκκρεμότητα το κέντρο στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αφετέρου απάλειψε -κυρίως στο συμβολικό πεδίο- τις συνδηλώσεις του μετεμφυλιακού κράτους της περιόδου 1949-1974. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε το 2015 να ανατρέψει τις πολιτικές και οικονομικές πρακτικές του παρελθόντος, προβάλλοντας ως μια δύναμη ανανέωσης και ανατροπής, παρέμεινε όμως εγκλωβισμένος από τις διεθνείς συγκυρίες, αλλά και από την ίδια τη διάρθρωση των δομών της χώρας. Και στις τρεις περιπτώσεις, πάντως, η άνοδος των νέων δυνάμεων στην εξουσία στοιχειοθετήθηκε από τη διάθεση των ψηφοφόρων για πολιτική μεταβολή και στηρίχθηκε σε ευρείες κοινωνικές πλειοψηφίες.
Διαβάστε περισσότερα
Παρά το γεγονός ότι η Ένωση Κέντρου ιδρύθηκε το 1961 ως μια εναλλακτική της ΕΡΕ εθνικόφρων δύναμη, οι ευρύτερες εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό οδήγησαν τον νεότευκτο συνασπισμό σε μια ριζοσπαστικότερη λογική, προκειμένου να καλύψει τις νέες κοινωνικές, οικονομικές και θεσμικές ανάγκες. Μετά τις εκλογές της «βίας και της νοθείας» του Οκτωβρίου 1961, η κυριαρχία του Καραμανλή είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η διαφαινόμενη ρήξη του Μακεδόνα πρωθυπουργού με το Στέμμα, οι διακριτές παρεμβάσεις των Ανακτόρων και του στρατού στην πολιτική ζωή, καθώς και η έξαρση της δράσης του παρακρατικού μηχανισμού με αποκορύφωμα τη δολοφονία του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, αποτέλεσαν τη βάση για την αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας και ειδικά της νεολαίας. Η τελευταία βρισκόταν τότε ούτως ή άλλως σε διαδικασία αναζήτησης νέων τρόπων έκφρασης. Η Ένωση Κέντρου και ειδικά ο ηγέτης της Γεώργιος Παπανδρέου, καθώς είχαν από νωρίς αντιληφθεί αυτήν την εντεινόμενη κοινωνική διεργασία, η οποία φυσικά προωθείτο και από την παγκόσμια εποχή της αμφισβήτησης κάθε είδους κατεστημένου, ήρθαν να καλύψουν το πολιτικό και ιδεολογικό κενό.
Όπως κι έγινε, σε πρώτη φάση στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και εν συνεχεία στις κάλπες της 16ης Φεβρουαρίου 1964, από τις οποίες η Ένωση Κέντρου βγήκε με την απροσδόκητη απόλυτη πλειοψηφία του 52,72%. Σύμφωνα με τον ιστορικό και εκλογολόγο Ηλία Νικολακόπουλο: «Απελευθερώθηκε ένας ολόκληρος κόσμος. Η μεταστροφή από το 1963 στο 1964 ήταν εντυπωσιακή, δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν τέτοιου μεγέθους μεταστροφή και μάλιστα χωρίς μετακίνηση πολιτευτών».
Η Ένωση Κέντρου μπορεί μεν να συμβιβάστηκε σε σειρά θεμάτων με το Στέμμα, με κορυφαίο το ζήτημα του ελέγχου του στρατού, να μην προχώρησε στις εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις, πλην της εκπαιδευτικής, να χρησιμοποίησε το Κυπριακό Ζήτημα για εσωτερική κατανάλωση, αλλά είναι κοινά αποδεκτό ότι η σύγκρουση μέρους της ηγετικής ομάδας της με τη μοναρχία για κατεξοχήν θεσμικά ζητήματα λειτούργησε ως η μαγιά για τη νέα εποχή της μεταπολίτευσης.
Η ραγδαία ανοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ από το 13,58% του 1974, στο 25,34% του 1977 και τελικά στο 48,01% του 1981 ήταν το αποτέλεσμα της διεξόδου έκφρασης που αναζητούσαν τότε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Παρότι η μεταπολίτευση ήταν πράγματι μια καινούργια εποχή με τη σφραγίδα του Καραμανλή, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου άνοιξαν τον ορίζοντα της εξουσίας στις κοινωνικές τάξεις που επί περίπου 40 χρόνια παρέμεναν στο περιθώριο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό η δυνατότητα που είχε τότε το ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει σε μια στοχευμένη αναδιανεμητική και επεκτατική οικονομική πολιτική. Πλην αυτού όμως, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ένας πολιτικός φορέας ικανός να κατασκευάζει νέα παράδοση και ξεχωριστή ιδεολογική ταυτότητα. Διαχειρίστηκε την ιστορία και συνένωσε την κληρονομιά του ΕΑΜ, με τα σύμβολα του 1-1-4 και τη γενιά του Πολυτεχνείου. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ αποτελεί έως και σήμερα μια πολιτική οντότητα ιδιαίτερης αναφοράς.
Η ανάρρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 οφείλεται κυρίως στην εμφάνισή του ως ενός σχηματισμού, ο οποίος διέθετε το πολιτικό και το κοινωνικό κεφάλαιο αφενός για να διεκδικήσει δυναμικά από τους ευρωπαίους εταίρους μια διαφορετική οικονομική πολιτική, έξω από το αποπνικτικό πλαίσιο του μνημονίου, αφετέρου για να ανατρέψει τις χρόνιες εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές στρεβλώσεις. Το δεύτερο στοιχείο, άλλωστε, ήταν αυτό που σε συνδυασμό με τη μεταρρυθμιστική κόπωση και τις παλινωδίες της κυβέρνησης Σαμαρά, έκανε τους δανειστές να πιστεύουν ότι ενδεχομένως ο ΣΥΡΙΖΑ να ήταν η νέα δύναμη που θα μπορούσε να καταργήσει τις δομικές αγκυλώσεις που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Από την άλλη πλευρά, η λαϊκή πλειοψηφία του 36,34% που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, έδειξε καταρχάς πίστη στις υποσχέσεις ότι πράγματι υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από το μνημόνιο, ενώ την ίδια ώρα ήταν απαυδισμένη τόσο από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, όσο και από τις κακώς εννοούμενες δικομματικές κυβερνητικές πρακτικές των τελευταίων 40 ετών. Άρα, η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη του 2015 ήταν εν μέρει ψήφος ελπίδας και εν μέρει ψήφος τιμωρίας. Η σκληρή στάση των ευρωπαϊκών θεσμών στις διαπραγματεύσεις για την οικονομική πολιτική, αλλά και οι ισχυρές αντιφάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησαν το κόμμα πρώτα στη διάσπαση και στη συνέχεια στον μετασχηματισμό του προς την κατεύθυνση μιας κεντροαριστερής κυβερνητικής δύναμης.
Το παρασκήνιο
- Μετά τη ρήξη του με το Στέμμα εξαιτίας της συνταγματικής αναθεώρησης που προωθούσε και την παραίτηση της κυβέρνησής του, ο Καραμανλής έφυγε για το εξωτερικό. Επέστρεψε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για να ηγηθεί της προσπάθειας της ΕΡΕ να επανέλθει στην εξουσία. Μετά την ήττα του Νοεμβρίου 1963, με το ιστορικό χαμηλό του κόμματος στο 39,37% ο Καραμανλής αποχώρησε εκ νέου για το Παρίσι. Επέστρεψε στις 24 Ιουλίου 1974. Η εκλογική ήττα του Καραμανλή το 1963 ήταν η μοναδική της πολιτικής καριέρας του.
- Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η ΕΔΑ επέλεξε να μην κατεβάσει υποψήφιους βουλευτές σε ορισμένες περιφέρειες, με στόχο να κατευθύνει εμμέσως τους ψηφοφόρους της προς την Ένωση Κέντρου. Υπολογίζεται ότι από αυτήν την κίνηση η Ένωση Κέντρου έλαβε συνολική εκλογική ενίσχυση περίπου 1%-2%.
- Απομακρυνόμενη τότε και πάλι από τη λογική σχηματισμού μετώπων η ΕΔΑ επέλεξε να κατέλθει στις εκλογές του 1963 και 1964 αυτόνομη. Η κίνηση του 1961 να εμφανιστεί ως ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος), «κρύβοντας» ουσιαστικά το όνομα ΕΔΑ, μετά μάλιστα την τεράστια εκλογική επιτυχία του 1958, είχε προκαλέσει σημαντικές εσωκομματικές αντιδράσεις. Η ΕΔΑ έλαβε το 1964 11,8% περιοριζόμενη στις 22 έδρες.
- Ήδη από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1974 πολλά από τα στελέχη της προχουντικής Ενώσεως Κέντρου βρίσκονταν σε δίλημμα όσον αφορά την πορεία που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν, ειδικά σε σχέση με την πιθανή ένταξή τους στο ΠΑΣΟΚ. Ο έντονος ριζοσπαστικός λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου εκείνης της εποχής ήταν δύσκολο να ταιριάξει με τους παλαιούς πολιτικούς του κέντρου, όπως ήταν ένας εκ των φυσικών κληρονόμων της Δημοκρατίας, ο Γεώργιος Μαύρος. Ο Μαύρος ήταν επικεφαλής το 1974 της Ένωσης Κέντρου Νέες Δυνάμεις (ΕΚΝΔ), λαμβάνοντας 20,42%. Στις κάλπες του 1977 προήδρευσε της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), συγκεντρώνοντας το χαμηλό 11,95%. Τελικά, το 1981 υπέκυψε στην επίθεση φιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου, συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ και ορίστηκε πρώτος βουλευτής στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Είχε παραδώσει την αρχηγία της ΕΔΗΚ στον Ιωάννη Ζίγδη, ήδη από τις αρχές του 1978.
- Η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ στις 15 Αυγούστου οδήγησε στην αποχώρηση 25 βουλευτών της παράταξης, οι οποίοι δημιούργησαν πάραυτα τη «Λαϊκή Ενότητα». Οι βουλευτές αυτοί ήταν οι: Παναγιώτης Λαφαζάνης, Στάθης Λεουτσάκος, Κώστας Ήσυχος, Ραχήλ Μακρή, Κώστας Λαπαβίτσας, Δημήτρης Στρατούλης, Ευγενία Ουζουνίδου, Θανάσης Πετράκος, Στέφανος Σαμοΐλης, Αθ.Σκούμας, Ιωάννης Σταθάς, Αλεξάνδρα Τσανάκα, Δέσποινα Χαραλαμπίδου, Ελένη Ψαρέα, Θωμάς Κώτσιας, Αγλαΐα Κυρίτση, Βασίλης Κυριακάκης, Μιχάλης Κριτσωτάκης, Ιωάννα Γαϊτάνη, Ευαγγελία Αμανατίδου, Γιάννης Ζερδελής, Κώστας Δελημήτρος, Ηλίας Ιωαννίδης, Ζήσης Ζάννας και Βαγγέλης Διαμαντόπουλος. Η Λαϊκή Ενότητα δοκιμάστηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και έμεινε εκτός Βουλής συγκεντρώνοντας 2,87%.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Μετά τη φυγή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την Ελλάδα και την πολιτική, αρχηγός της ΕΡΕ και υποψήφιος πρωθυπουργός στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 ανέλαβε, χωρίς να μεσολαβήσει κανενός είδους εσωκομματική διαδικασία, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο αχαιός πολιτικός είχε εξ αρχής ν’ αντιμετωπίσει σημαντική αμφισβήτηση εκ των έσω, ενώ και ο ίδιος φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις κατώτερος των απαιτήσεων της θέσης του. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Στέμματος- Παπανδρέου υπήρξε ιδιαιτέρως αδιάλλακτος, καλώντας μάλιστα πριν από τα Ιουλιανά τους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου σε αποστασία. Ορκίστηκε πρωθυπουργός στις αρχές Απριλίου του 1967, προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του Μαΐου, οι οποίες και δεν έγιναν ποτέ. Όντας ο πρωθυπουργός τον οποίο κατέλυσε η χούντα, διακρίθηκε για τις διαρκείς αντιδικτατορικές δημόσιες παρεμβάσεις του.
Προκειμένου να μην υπάρξουν περαιτέρω τριβές με το Στέμμα, ο Γεώργιος Παπανδρέου επέλεξε ως μεταβατικό υπουργό Εθνικής Άμυνας (από τον Νοέμβριο του 1963 έως τον Φεβρουάριο του 1964) τον απόστρατο στρατηγό Δημήτριο Παπανικολόπουλο. Στην ίδια λογική ήταν και η επιλογή του για την κυβέρνηση που σχηματίστηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1964: Ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, παρότι ήταν φίλος και χρηματοδότης του Γεωργίου Παπανδρέου, παρέμενε πάνω από όλα άνδρας πιστός στο Στέμμα και στα υψηλά κλιμάκια του στρατεύματος.
Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου, στις 4 Μαρτίου 1964 πέθανε ο βασιλιάς Παύλος.
Το νεαρό της ηλικίας, αλλά και η πολιτική απειρία του διαδόχου του Παύλου βασιλιά Κωνσταντίνου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκτροπή του Ιουλίου 1965.
Σε μια συμβολική κίνηση μέσω της οποίας ήθελε να δείξει την ανάγκη, αλλά και τη σημασία του απόλυτου ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανέλαβε και το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής Άμυνας. Η συμβολή του αναπληρωτή υπουργού και αντιστράτηγου εν αποστρατεία Αντώνη Δροσογιάννη στη διοίκηση του Υπουργείου ήταν καθοριστική.
Ο μετέπειτα και επί οκταετία πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, διετέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ υπουργός Γεωργίας. Ο Σημίτης επιστρατεύθηκε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεύτερης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Διαδέχτηκε τον Γεράσιμο Αρσένη.
Η επιλογή του Γιάννη Βαρουφάκη ως υπουργού Οικονομικών από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ήταν μια κίνηση που προμήνυε την ανατρεπτική τακτική της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Γνωστός από παλαιότερα για τις ανατρεπτικές θεωρίες του (βασισμένες στη θεωρία των παιγνίων) ο Βαρουφάκης δεν μπόρεσε ποτέ να βρει τρόπο συνεννόησης με τους ευρωπαίους ομολόγους του. Όταν μετά το δημοψήφισμα έφτασε η ώρα του συμβιβασμού, ο Βαρουφάκης τέθηκε εκ των πραγμάτων εκτός κυβερνητικού σχήματος.